- ψωριάζω
- Ν1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώραβ) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, -η, -οψωραλέος, ψωριάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.