ψωριάζω

ψωριάζω
Ν
1. (μτβ.) μεταδίδω σε κάποιον ψώρα
2. (αμτβ.) α) προσβάλλομαι από ψώρα
β) μτφ. καταντώ πάμπτωχος, εξαθλιώνομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ψωριασμένος, -η, -ο
ψωραλέος, ψωριάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από ἐψωρίασα, αόρ. τού αρχ. ψωριῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψωριάζω — ψωριάζω, ψώριασα, ψωριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψωριάζω — ψώριασα, ψωριασμένος 1. γεμίζω κάποιον ψώρα. 2. αποκτώ ψώρα. 3. καταντώ πολύ φτωχός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψώριασμα — το, Ν [ψωριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωριάζω …   Dictionary of Greek

  • ψωριώ — άω, Α ψωριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. ιῶ, ιάω δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ψωρώ — άω, Α [ψώρα] ψωριῶ*, ψωριάζω …   Dictionary of Greek

  • ψώριασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψωριάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”